- μετέτρεψαν
- μετατρέπομαιaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Λέτσε — (Lecce). Πόλη (83.237 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.759 τ. χλμ., 785.969 κάτ., στο διοικητικό διαμέρισμα της Απουλίας. Βρίσκεται στη χερσόνησο Σαλέντο, Α του Τάραντα. Είναι σημαντικό αγροτοβιομηχανικό κέντρο και… … Dictionary of Greek
άστυλος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κένταυρος που προσπάθησε μάταια να πείσει τους αδελφούς του να μην πολεμήσουν εναντίον των Λαπιθών. 2. Πυθαγόρειος φιλόσοφος που τον αναφέρει ο Ιάμβλιχος. 3. Αυλητής Κροτωνιάτης (5ος αι. π.Χ.),… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
λέρος — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… … Dictionary of Greek
λερός — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… … Dictionary of Greek
μάλαγα — (Malaga). Πόλη (531.565 κάτ. το 2000) της νότιας Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.306 τ. χλμ., 1.287.017 κάτ. το 2001), στην αυτόνομη περιοχή της Ανδαλουσίας. Χτισμένη στις ακτές της Μεσογείου, διαρρέεται από Β προς Ν από τον ποταμό… … Dictionary of Greek
πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… … Dictionary of Greek